συηνίτες

συηνίτες
Εκρηξιγενή πετρώματα (πλουτωνίτες βάθους), που χαρακτηρίζονται από την απόλυτη σχεδόν απουσία χαλαζία και την εμφάνιση αστρίων. Εφόσον οι άστριοι είναι αλκαλικοί (ορθόκλαστο ή ανορθόκλαστο), χαρακτηρίζονται ως αλκαλικοί, ενώ όταν συμμετέχουν και πλαγιόκλαστα, ονομάζονται ασβεσταλκαλικοί. Άλλα ορυκτά που συμμετέχουν στη σύστασή τους (φεμικά συστατικά) είναι κυρίως ο βιοτίτης, αμφίβολοι και πυρόξενοι και, ως δευτερεύοντα στοιχεία, το ζιρκόνιο και ο απατίτης. Όταν ο συηνίτης περιέχει σε πολύ μικρή αναλογία χαλαζία, χαρακτηρίζεται ως χαλαζιακός, αν δε η αναλογία χαλαζία αυξηθεί, είναι δυνατό να νομίσει κανείς ότι πρόκειται για γρανίτη. Ο συηνίτης, χρώματος γενικά ρόδινου ή ιώδους, χρησιμοποιείται πολύ στη δομική και στην αρχιτεκτονική. Στον αιγυπτιακό συηνίτη το όνομα του οποίου προέρχεται από την περιοχή της Συήνης, όπου βρίσκεται άφθονος, υπάρχει και λίγος χαλαζίας, που για πολλούς τον κατατάσσει στους αμφιβολιτικούς γρανίτες. Έχει ωραίο ρόδινο χρώμα και χρησιμοποιήθηκε πολύ κατά την αρχαιότητα για την κατασκευή μνημείων και οβελίσκων. Συηνίτης βράχων. Αιγυπτιακός συηνίτης, πέτρωμα πολύ διαδομένο στην αρχαιότητα, κυρίως για την ανθεκτικότητά του.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • Τσαντ — I Κράτος της κεντρικής Αφρικής. Συνορεύει στα βόρεια με τη Λιβύη, δυτικά με η Νιγηρία, νότια με το Καμερούν και ανατολικά με το Σουδάν.Διοικητικά η χώρα διαιρείται σε 14 νομούς: Mπάτα (Άτι), Mπιλτίνε (Mπιλτίνε), Mπόρκου Eνέντι Tιμπέστι, Σαρί… …   Dictionary of Greek

  • ευδιάλυτος — Ορυκτό που αποτελείται από πυριτικά άλατα σιδήρου, ζιρκονίου και ασβεστίου. Κρυσταλλώνεται στο ρομβικό σύστημα και σχηματίζει ερυθρούς διαφανείς κρυστάλλους με υαλώδη λάμψη. Έχει σκληρότητα 5,5 και ειδικό βάρος 2,90 3,01. Βρίσκεται σε δύο… …   Dictionary of Greek

  • νεφελίνης — Πυριτικό ορυκτό με χημικό τύπο KNa3 (AlSiO4)4. Κρυσταλλώνεται στην τεταρτοεδρία του εξαγωνικού συστήματος. Εμφανίζεται σε άχρωμα στιφρά συσσωματώματα, σπανιότερα σε κρυστάλλους με μορφή βραχυστηλοειδή, διαυγείς ή και θολούς, άχρωμους ή λευκούς ως …   Dictionary of Greek

  • ορθόκλαστο — Πυριτικό ορυκτό της ομάδας των αστρίων· ο χημικός τύπος του είναι KA1 Si3O8 ή [SiO4 · SiO2 · SiO2] ΑΙ, Κ, με 64,72% SiO2. Κρυσταλλώνεται στην ολοεδρία του μονοκλινούς συστήματος. Οι κρύσταλλοι του παρουσιάζουν διάφορα σχήματα, κυρίως πρίσματα με… …   Dictionary of Greek

  • ριβεκίτης — ο, Ν (ορυκτ.) ορυκτό τής ομάδας τών αμφιβόλων, το οποίο απαντά, συνήθως, σε όξινα εκρηξιγενή πετρώματα, όπως είναι οι γρανίτες και οι συηνίτες. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. γερμ. Riebeckit, από το όνομα τού Emil Riebeck, Γερμανού… …   Dictionary of Greek

  • αρχαϊκό — Κατώτερη γεωλογική περίοδος του αρχαιοζωικού αιώνα, η αρχαιότερη χρονική περίοδος στη γεωλογική ιστορία της Γης. Σύμφωνα με άλλους είναι δεύτερη μετά τον αζωικό αιώνα. Η αρχή του, τόσο μακρινή μέσα στον χρόνο ώστε να είναι σχεδόν άγνωστη, πρέπει… …   Dictionary of Greek

  • Βραζιλία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Βραζιλίας Έκταση: 8.547.404 τ.χλμ Πληθυσμός: 174.468.575 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Μπραζίλια (2.043.169 κάτ. το 2000)Κράτος της Νότιας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τη Γαλλική Γουιάνα (ΒΑ), το Σουρινάμ,… …   Dictionary of Greek

  • επίδοτο — Πυριτικό ορυκτό που παρουσιάζεται σε διάφορες ποικιλίες οι οποίες αποτελούν έτσι μια οικογένεια. Η βασική μορφή του ορυκτού περιέχει ασβέστιο, αργίλιο, σίδηρο, πυρίτιο, οξυγόνο και υδρογόνο με χημικό τύπο [Ca2(Fe,Al) Al2(SiO4)(SiO7)O(OH)]. Η… …   Dictionary of Greek

  • καγκρινίτης — Ορυκτό αργιλοπυριτικό άλας που περιέχει ανθρακικό νάτριο και ασβέστιο και ανήκει στην ομάδα του νεφελίνη. Ο χημικός του τύπος είναι (Na2Ca4)CO3(H2O)0 3 (AlSiO4)6. Κρυσταλλώνεται στο εξαγωvικό σύστημα σχηματίζοντας φυλλώδη συσσωματώματα.… …   Dictionary of Greek

  • καληδόνια ορεογένεση — Η πρώτη από τις μεγάλες αναταραχές που επέδρασαν στον φλοιό της Γης κατά τη διάρκεια του παλαιοζωικού αιώνα και προκάλεσαν την πτύχωση των πετρωμάτων και τη γένεση σημαντικών ορεινών αλυσίδων, ιδιαίτερα στην κεντρική και βόρεια Ευρώπη. Το… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”